Ένας στους τρεις ασθενείς με καρκίνο και ένας στους δύο ασθενείς με ρευματοειδή αρθρίτιδα, αντιμετωπίζουν πρόβλημα πρόσβασης στην φαρμακευτική του θεραπεία, ενώ από το 2013 στο 2014 οι δυσκολίες επεκτάθηκαν ακόμη και στην υπολιπιδαιμική φαρμακευτική αγωγή, αφού αυτοί που τη διέκοψαν λόγω κόστους, αυξήθηκαν από το 13% των ασθενών σε 16,5%. 
Η πλειονότητα των ασθενών, ανεξάρτητα από την επαγγελματική του κατάσταση, δεσμεύει τουλάχιστον το 10% του εισοδήματός του για συνταγογραφούμενα φάρμακα, περισσότεροι από τους μισούς συνταξιούχους, ανέργους και νοικοκυρές αναφέρουν μεγάλη ανησυχία για την πληρωμή των φαρμάκων, ενώ ένας στους τρεις, καλύπτει ιδία δαπάνη την αγορά φαρμάκων (άνεργοι 42,3%).
Τα στοιχεία αυτά, προκύπτουν από την έρευνα "Η Υγεία των Ελλήνων στα χρόνια της κρίσης", του μη-κερδοσκοπικού ερευνητικού οργανισμού "διαΝΕΟσις", η οποία πραγματοποιήθηκε με το συντονισμό του καθηγητή Προληπτικής Ιατρικής Γιάννη Τούντα, μέλος του Εποπτικού Συμβουλίου της "διαΝΕΟσις".
Η έρευνα κατέγραψε την δραστική μείωση της συνολικής φαρμακευτικής δαπάνης, κυρίως της δημόσιας, η οποία από 5,3 δις ευρώ το 2008, δεν ξεπέρασε τα 2,2 δις ευρώ το 2014, με αποτέλεσμα, η κατά κεφαλήν δημόσια φαρμακευτική δαπάνη να είναι από το 2011 και μετά χαμηλότερη από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η έρευνα προβλέπει σταθεροποιητικές τάσεις την επόμενη τριετία, όμως παράλληλα επισημαίνει ότι παρότι στη χώρα μας συνυπάρχουν και οι δύο βασικές δημόσιες πηγές χρηματοδότησης των υπηρεσιών υγείας (φορολογία και κοινωνική ασφάλιση), το ποσοστό της ιδιωτικής δαπάνης εξακολουθεί να είναι ένα από τα υψηλότερα στον ΟΟΣΑ.
Παρατηρείται λοιπόν, ότι η μείωση της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης επιβάρυνε και τους ασθενείς, των οποίων η συμμετοχή στο κόστος των φαρμάκων αυξήθηκε από 12,8% τον Ιανουάριο του 2012 σε 29,3% τον Ιούλιο του 2014, ενώ το 2015 είχε σταθεροποιηθεί στο 25%, όταν τα εισοδήματα είχαν μειωθεί κατά περίπου 30%. 
Επιπτώσεις στην απασχόληση και τα δημόσια έσοδα
Όπως διαπιστώθηκε από την έρευνα, με τη μείωση της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης, μειώθηκαν παράλληλα και οι συνολικές πωλήσεις φαρμάκων σε αξίες, σε επίπεδα της τάξης του 30%, ποσοστό που είχε την αντίστοιχη μείωση του αριθμού των απασχολούμενων στον τομέα του φαρμάκου κατά επίσης περίπου 30%. Επέφερε, επίσης, σημαντικές απώλειες φορολογικών εσόδων, ύψους 207 εκατ. ευρώ και συνολικές απώλειες που φτάνουν τα 500 εκατ. ευρώ, καθώς και γενικότερη συρρίκνωση της εγχώριας παραγωγής. 
Σε ό,τι αφορά τα γενόσημα φάρμακα, το μερίδιο αγοράς που κατέχουν, παρά τη μικρή αύξηση που επήλθε, παραμένει περιορισμένο σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, λόγω έλλειψης κινήτρων και αδυναμίας ελέγχου του φαινομένου της υποκατάστασης φθηνότερων γενόσημων φαρμάκων από άλλα ακριβότερα.
Παρότι στο διάστημα 2012-2014 αυξήθηκε σε όγκο η κατανάλωση φαρμάκων και οι κατά κεφαλήν πωλήσεις παραμένουν υψηλές σε σχέση με τις χώρες της Ε.Ε. (κυρίως στα αντιβιοτικά), ένας στους τέσσερις πολίτες που λαμβάνει φάρμακα σε τακτική βάση, έχει μειώσει την κατανάλωση ειδών πρώτης ανάγκης για την κάλυψη του κόστους των φαρμάκων, ενώ ένας στους πέντε καθυστερεί να εκτελέσει ή και δεν λαμβάνει τελικά τη συνταγή λόγω αδυναμίας πληρωμής της σχετικής δαπάνης. 
Εμβολιαστική κάλυψη
Σε γενικές γραμμές, η εμβολιαστική κάλυψη των παιδιών στην Ελλάδα είναι πολύ υψηλή, και η εικόνα με βάση τα τελευταία δεδομένα του 2012 και 2013, βρέθηκε βελτιωμένη σε σχέση με τα δεδομένα της αντίστοιχης μελέτης του 2006. Το ποσοστό του πληθυσμού ηλικίας 15 ετών και άνω που εμβολιάστηκε κατά της γρίπης το 2014, ήταν αυξημένο κατά 94%, έναντι του 2009.
Δαπάνες υγείας στα νοικοκυριά
Οι δαπάνες υγείας αποτελούσαν το 2014 το 7,2% των συνολικών δαπανών των νοικοκυριών έναντι 6,5% το 2009, αν και ο μέσος όρος μηνιαίας δαπάνης ανά νοικοκυριό για την υγεία το 2014 παρουσίασε μείωση κατά 21% σε απόλυτα μεγέθη σε σχέση με το 2009 (105,8 ευρώ έναντι 134,4 ευρώ το 2009).
Το ποσοστό του ετήσιου οικογενειακού εισοδήματος για δαπάνες υγείας είναι πενταπλάσιο στη χαμηλότερη εισοδηματική κατηγορία σε σύγκριση με την υψηλότερη.
Ιατρονοσηλευτική Κάλυψη 
Η ασφαλιστική κάλυψη για την υγεία το 2013 έχει μειωθεί κατά 21% , καλύπτοντας το 79% του πληθυσμού από 100% πριν την οικονομική κρίση. Η Ελλάδα κατέχει, ανάμεσα στις χώρες της Ε.Ε., το υψηλότερο ποσοστό υγειονομικά ανασφάλιστου πληθυσμού (21%). Η Ελλάδα διαθέτει τους περισσότερους γιατρούς και τη χαμηλότερη αντιστοιχία ιατρικού/νοσηλευτικού προσωπικού (1/0.6) μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ.
Κατά την περίοδο 2000-2013, ο αριθμός των νοσοκομειακών κλινών παραμένει πρακτικά σταθερός (4,7 κλίνες ανά 1000 άτομα πληθυσμού).
Χρήση υπηρεσιών Υγείας 
Η οικονομική κρίση ανάγκασε τους πολίτες να αλλάξουν συμπεριφορά ως προς την λήψη υπηρεσιών υγείας και να στραφούν περισσότερο στις δημόσιες δομές υγείας για να μειώσουν τη δαπάνη και οδήγησε πολλούς ασθενείς να αποφεύγουν τη λήψη υπηρεσιών υγείας, καθώς δεν μπορούν να καλύψουν τα έξοδα. Στις εισαγωγές νοσηλευόμενων εσωτερικών ασθενών κατά τα έτη 2009-2012 σημειώνεται συνεχής αύξηση, ενώ παραμένουν σταθερές την περίοδο 2012-2014.
Στις ημερήσιες νοσηλείες παρατηρείται, για την περίοδο αυτή, αύξηση 25,5%.
Μικρή ικανοποίηση καταγράφεται από τους χρήστες των υπηρεσιών, με το 42% να δηλώνει μέτρια/κακή/πολύ κακή ικανοποίηση.
Ποσοστό 22% δήλωσε ότι έχει πρόβλημα στην πρόσβαση στο δημόσιο σύστημα υγείας με κύριο αναφερόμενο φραγμό το οικονομικό κόστος.
Κατά το 2014, χρειάστηκαν και δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα να λάβουν ιατρική φροντίδα ή θεραπεία, το 13,9% του πληθυσμού ηλικίας 15 ετών και άνω.
Οδοντιατρική φροντίδα ή θεραπεία δεν έλαβε το 15,4% του πληθυσμού ηλικίας 15 ετών και άνω.
Την ίδια χρονιά, χρειάστηκαν και δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα να λάβουν υπηρεσίες ψυχικής υγείας από ψυχολόγο ή ψυχίατρο το 4,3% του πληθυσμού ηλικίας 15 ετών και άνω.
Την περίοδο 2008- 2012 παρουσιάζεται σημαντική μείωση στη διενέργεια αξονικών και μαγνητικών εξετάσεων, αλλά αύξηση στον αριθμό σχετικών μηχανημάτων. 
Μείωση 27,6%, σε σχέση με το 2009, καταγράφεται στο ποσοστό των γυναικών που δεν έχουν κάνει ποτέ στη ζωή τους μαστογραφία: το 2014 ήταν 38,4% ενώ το 2009 53,0%. Μείωση 33,9% σε σχέση με το 2009 καταγράφεται στο ποσοστό των γυναικών που δεν έχουν κάνει ποτέ στη ζωή τους pap test: το 2014 ήταν 20,7% ενώ το 2009 ήταν 31,3%, χωρίς όμως να τροποποιούνται σημαντικά τα χαμηλά ποσοστά χρήσης προληπτικών υπηρεσιών στην Ελλάδα.
Αξιολόγηση Συστήματος Υγείας
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ετήσιας αξιολόγησης συστημάτων υγείας 45 χωρών από το Euro Health Consumer Index (ECHI), η Ελλάδα το 2015 κατείχε την 28η θέση με 577 βαθμούς (άριστα οι 1.000), ενώ το 2012 κατείχε την 22η θέση, το 2013 την 25η θέση και το 2014 την 28η θέση.
Από τις επιμέρους επιδόσεις της Ελλάδας, στις καλές επιδόσεις ξεχωρίζουν η άμεση πρόσβαση σε ιατρικές ειδικότητες, η μείωση της θνησιμότητας από εγκεφαλικά, η μείωση της βρεφικής θνησιμότητας, ο παιδικός εμβολιασμός, η μειωμένη συχνότητα υπερτασικών και η μέτρια κατανάλωση αλκοόλ. 
Αντίθετα, στις αρνητικές επιδόσεις ξεχωρίζουν πολλά από τα κριτήρια στην πληροφόρηση και στα δικαιώματα των ασθενών, οι οικογενειακοί γιατροί, οι λίστες αναμονής στους καρκινοπαθείς, η επιβίωση των καρκινοπαθών, οι ενδονοσοκομειακές λοιμώξεις, οι κοινωνικές ανισότητες στην πρόσβαση, οι παράνομες πληρωμές, το κάπνισμα, η έλλειψη φυσικής άσκησης, οι θάνατοι από τροχαία, η καθυστερημένη εισαγωγή καινοτόμων φαρμάκων και η υψηλή κατανάλωση φαρμάκων, κυρίως αντιβιοτικών.
Πηγή: www.healthmag.gr